- ὑποκῖνήσαντος
- ὑποκῖνήσαντος: v. l. for ὕπο κῖνήσαντος.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑποκινήσαντος — ὑποκινέω move softly aor part act masc/neut gen sg ὑποκῑνήσαντος , ὑποκινέω move softly aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)